- αποφορτίζω
- μετ. разгружать (генератор, электромотор)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποφορτίζω — αποφορτίζω, αποφόρτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής